- ισολεχής
- ἰσολεχὴς, -ές (Α)αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος*, ὁμόλοχος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο-λεχής, μονο-λεχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσολεχῆ — ἰσολεχής with the same bed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσολεχής with the same bed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσολεχής with the same bed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek